- πουνέντες
- και πουνέντης και πονέντης και μπουνέντης, ο, Ν1. δυτικός άνεμος, ζέφυρος2. η δύση, η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνέντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ponente «δυτικός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουνέντες — ο βλ. πονέντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊστροπουνέντες — ο κοινή ονομασία τού ανέμου σκιρωνοζεφύρου, που πνέει από δυτικές έως βορειοδυτικές διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαΐστρος + πουνέντες] … Dictionary of Greek
πονέντες — ο, Ν βλ. πουνέντες … Dictionary of Greek
πουνεντογάρμπης — και πονεντογάρμπης και μπουνεντογάρμπης, ο, Ν 1. νοτιοδυτικός άνεμος, λιβοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνέντες + γαρμπής «νοτιοδυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
πονέντες — ο και πουνέντες, ο (λ. ιταλ.), δυτικός άνεμος, ζέφυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)